κακοπαθημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ko.pa.θiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πα‐θη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]κακοπαθημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθαίνω
- άλλες μορφές: κακοπαθισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοπαθώ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακοπαθημένος
|