κακοπληρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοπληρωτής < κακοπληρώ(νω) (κακο- + πληρώνω) + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοπληρωτής αρσενικό
- που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις, ιδίως στην αποπληρωμή των χρεών του