κακοστομαχιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοστομαχιάζω < ελληνιστική κοινή κακοστομαχέω + -ιάζω < κακοστόμαχος

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοστομαχιάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]