κακοστόμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοστόμαχος < ελληνιστική κοινή κακοστόμαχος < αρχαία ελληνική κακός + στόμαχος
Επίθετο[επεξεργασία]
κακοστόμαχος
- που υποφέρει από στομαχικές διαταραχές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κακοστομαχιά
- κακοστομαχιάζω
- κακοστομαχιασμένος
- → δείτε τις λέξεις κακός και στομάχι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοστόμαχος
|