κακοσυνεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κακοσυνεμένος, -η, -ο
- (σπάνιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοσυνεύω
- ※ Θα ξεράσω μωρέ ά σε θωρώ πολυώρα 'παδά, - τ' αποκρίναιτ, τσεβδά και κακοσυνεμένος ο Τσασίτης. Και τονε κιάλερνε με τα κατακόκινα μάθια ντου, πού σπιθήζανε σα ντ' αναμένα κάρβουνα (Μανώλης Γ Πατεράκης, Αναστορήματα: κρητικά λαογραφικά κείμενα, 1985, σελ. 118)
- ※ συνεφιασμένος, [sic] συνεφιαστός, συνεφόσκιαστος, νεφελόπαρτος. Συνέφελος. Βουρκωμένος. Κακοσυνεμένος , Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά: τέχνες και σύνεργα, Εστία, 1931, σελ. 208
- ※ Θάλατσά μου ουρκωμένη [=βουρκωμένη, θολή σα βούρκος]
- που 'σαι κακοσυνεμένη. (από τη «Μούσα Ολύμπου Καρπάθου» του Γ. Χαλκιά)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοσυνεμένος
|