κακοσυνεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοσυνεμένος η κακοσυνεμένη το κακοσυνεμένο
      γενική του κακοσυνεμένου της κακοσυνεμένης του κακοσυνεμένου
    αιτιατική τον κακοσυνεμένο την κακοσυνεμένη το κακοσυνεμένο
     κλητική κακοσυνεμένε κακοσυνεμένη κακοσυνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοσυνεμένοι οι κακοσυνεμένες τα κακοσυνεμένα
      γενική των κακοσυνεμένων των κακοσυνεμένων των κακοσυνεμένων
    αιτιατική τους κακοσυνεμένους τις κακοσυνεμένες τα κακοσυνεμένα
     κλητική κακοσυνεμένοι κακοσυνεμένες κακοσυνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

κακοσυνεμένος, -η, -ο

  • (σπάνιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κακοσυνεύω
    ※  Θα ξεράσω μωρέ ά σε θωρώ πολυώρα 'παδά, - τ' αποκρίναιτ, τσεβδά και κακοσυνεμένος ο Τσασίτης. Και τονε κιάλερνε με τα κατακόκινα μάθια ντου, πού σπιθήζανε σα ντ' αναμένα κάρβουνα (Μανώλης Γ Πατεράκης, Αναστορήματα: κρητικά λαογραφικά κείμενα, 1985, σελ. 118)
    ※  συνεφιασμένος, [sic] συνεφιαστός, συνεφόσκιαστος, νεφελόπαρτος. Συνέφελος. Βουρκωμένος. Κακοσυνεμένος , Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά: τέχνες και σύνεργα, Εστία, 1931, σελ. 208
    ※  Θάλατσά μου ουρκωμένη [=βουρκωμένη, θολή σα βούρκος]
    που 'σαι κακοσυνεμένη. (από τη «Μούσα Ολύμπου Καρπάθου» του Γ. Χαλκιά)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]