κακοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακοσύνη | οι | κακοσύνες |
γενική | της | κακοσύνης | των | (κακοσυνών) |
αιτιατική | την | κακοσύνη | τις | κακοσύνες |
κλητική | κακοσύνη | κακοσύνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοσύνη < μεσαιωνική ελληνική κακοσύνη < κακός + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοσύνη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κακοσυνεύω
- → δείτε τη λέξη κακός
Πηγές[επεξεργασία]
- κακοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοσύνη
|