κακοτυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοτυχία οι κακοτυχίες
      γενική της κακοτυχίας των κακοτυχιών
    αιτιατική την κακοτυχία τις κακοτυχίες
     κλητική κακοτυχία κακοτυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοτυχία < μμεσαιωνική ελληνική κακοτυχία < αρχαία ελληνική κακοτυχής < κακός + τύχη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακοτυχία θηλυκό

  1. η άσχημη τύχη, το να συμβαίνουν σε κάποιον δυσάρεστα γεγονότα (που συχνά δεν μπορεί αυτός να ελέγχει)
  2. η εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου γεγονότος
    …κι έσκασε το λάστιχο! Τι κακοτυχία!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]