κακουργιοδικεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακουργιοδικεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1] > κακουργία → και δείτε τη λέξη κακουργιοδικείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακουργιοδικεῖον ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «κακουργιοδικεῖον» (στους Ελληνικούς Κώδικες [1833]) - σελ. 507, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου