κακουχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακουχία | οι | κακουχίες |
γενική | της | κακουχίας | των | κακουχιών |
αιτιατική | την | κακουχία | τις | κακουχίες |
κλητική | κακουχία | κακουχίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακουχία < αρχαία ελληνική κακουχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακουχία θηλυκό
- οτιδήποτε ταλαιπωρεί και έχει σαν αποτέλεσμα την πρόκληση κακής σωματικής ή ψυχικής κατάστασης
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται περισσότερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κακουχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακουχία θηλυκό
- κακομεταχείριση
- η κακή κατάσταση
- Συνώνυμα καχεξία