κακοχυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοχυμία < ελληνιστική κοινή κακοχυμία < αρχαία ελληνική κακόχυμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοχυμία θηλυκό
- (ιατρική) η κακή κατάσταση των «χυμών» ενός οργανισμού και η συνακόλουθη ασθένεια που προκαλείται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοχυμία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)