κακούλης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακούλης | η | κακούλα | το | κακούλικο |
| γενική | του | κακούλη | της | κακούλας | του | κακούλικου |
| αιτιατική | τον | κακούλη | την | κακούλα | το | κακούλικο |
| κλητική | κακούλη | κακούλα | κακούλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακούληδες | οι | κακούλες | τα | κακούλικα |
| γενική | των | κακούληδων | — | των | κακούλικων | |
| αιτιατική | τους | κακούληδες | τις | κακούλες | τα | κακούλικα |
| κλητική | κακούληδες | κακούλες | κακούλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακούλης < κακ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
[επεξεργασία]κακούλης, -α, -ικο
- (οικείο) κάπως κακός· ξινός, λίγο θυμωμένος και αντιδραστικός
Μην γίνεσαι κακούλης. Όταν κάποιος έχει καλές προθέσεις, να το συμψηφίζεις.