κακόβουλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακόβουλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακόβουλος.[1] Αναλύεται σε κακό- + βουλ(ή) + -ος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈko.vu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐βου‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]κακόβουλος, -η, -ο
- που ελπίζει και προσπαθεί να προκαλέσει κακό
- ※ Δεν είναι λίγοι και αυτοί που διασχίζουν θάλασσες ταμένοι από καιρό, αδιαφορώντας αν θα φιλά την πρύμνη του κακόβουλο το κύμα ή αν μέσα στ'άρμενα τ'αγέρι το σφοδρό δεν πνέει πρίμα, γιατί πιστεύουν δυνατά πως ο Άγιος που τους τραβά έχει τη δύναμη και τα στοιχειά τα φυσικά σαν τις ψυχές να γαληνεύει. (Ευστράτιος Δήσσος, Το Ιστορικό και τα Θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, 2019)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακόβουλος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κακόβουλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κακόβουλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόβουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κακό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)