κακόγουστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακόγουστα < κακόγουστος + -α < κακό- + γούστο
Επίρρημα[επεξεργασία]
κακόγουστα
- με έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακόγουστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κακόγουστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κακόγουστος