κακόπιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόπιστος η κακόπιστη το κακόπιστο
      γενική του κακόπιστου της κακόπιστης του κακόπιστου
    αιτιατική τον κακόπιστο την κακόπιστη το κακόπιστο
     κλητική κακόπιστε κακόπιστη κακόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόπιστοι οι κακόπιστες τα κακόπιστα
      γενική των κακόπιστων των κακόπιστων των κακόπιστων
    αιτιατική τους κακόπιστους τις κακόπιστες τα κακόπιστα
     κλητική κακόπιστοι κακόπιστες κακόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακόπιστος < (ελληνιστική κοινήκακόπιστος < κακός + πίστη

Επίθετο[επεξεργασία]

κακόπιστος, -η, -ο

  1. που έχει κακή πίστη, που είναι προδιατεθειμένος αρνητικά
  2. που δεν τον εμπιστεύεται κάποιος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ κακόπιστος τὸ κακόπιστον οἱ, αἱ κακόπιστοι τὰ κακόπιστα
Γενική τοῦ, τῆς κακοπίστου τοῦ κακοπίστου τῶν κακοπίστων τῶν κακοπίστων
Δοτική τῷ, τῇ κακοπίστῳ τῷ κακοπίστῳ τοῖς, ταῖς κακοπίστοις τοῖς κακοπίστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν κακόπιστον τὸ κακόπιστον τοὺς, τὰς κακοπίστους τὰ κακόπιστα
Κλητική κακόπιστε κακόπιστον κακόπιστοι κακόπιστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική κακοπίστω
Γενική-Δοτική κακοπίστοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακόπιστος < κακός + πίστη

Επίθετο[επεξεργασία]

κακόπιστος, -ος, -ον