κακότεχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακότεχνος < αρχαία ελληνική κακότεχνος < κακός + τέχνη
Επίθετο
[επεξεργασία]κακότεχνος
- που είναι κακά φτιαγμένος, με τρόπο ακαλαίσθητο, άτεχνο ή πρόχειρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κακότεχνα
- κακοτέχνημα
- κακοτεχνία
- κακοτέχνως
- → δείτε τις λέξεις κακός και τέχνη