καλάγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλάγι τα καλάγια
      γενική του καλαγιού των καλαγιών
    αιτιατική το καλάγι τα καλάγια
     κλητική καλάγι καλάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλάγι < καλάι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈla.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λά‐γι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλάγι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Σκαρλάτος Βυζάντιος, Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου, Αθήνα: Ανδρέας Κορομηλάς, σελ. 553
  • καλάγι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)