Μετάβαση στο περιεχόμενο

καλάθιον

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καλάθιον τὰ καλάθι
      γενική τοῦ καλαθίου τῶν καλαθίων
      δοτική τῷ καλαθί τοῖς καλαθίοις
    αιτιατική τὸ καλάθιον τὰ καλάθι
     κλητική ! καλάθιον καλάθι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλαθίω
γεν-δοτ τοῖν  καλαθίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλάθιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάλαθ(ος)  + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλάθιον, -ου ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]