καλαισθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαισθητικός < καλαίσθητος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καλαισθητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καλαισθησία, αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει γίνει με καλαισθησία
- (ουσιαστικοποιημένο) καλαισθητική: η αισθητική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλαισθητικός
|