καλαισθητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλαισθητικός η καλαισθητική το καλαισθητικό
      γενική του καλαισθητικού της καλαισθητικής του καλαισθητικού
    αιτιατική τον καλαισθητικό την καλαισθητική το καλαισθητικό
     κλητική καλαισθητικέ καλαισθητική καλαισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλαισθητικοί οι καλαισθητικές τα καλαισθητικά
      γενική των καλαισθητικών των καλαισθητικών των καλαισθητικών
    αιτιατική τους καλαισθητικούς τις καλαισθητικές τα καλαισθητικά
     κλητική καλαισθητικοί καλαισθητικές καλαισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαισθητικός < καλαίσθητος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καλαισθητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την καλαισθησία, αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει γίνει με καλαισθησία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καλαισθητική: η αισθητική

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]