καλακούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.laˈku.o/
Ρήμα[επεξεργασία]
καλακούω
- σε αρνητική πρόταση: (δεν) ακούω καλά
- ακούω κάτι με θετική διάθεση, με ευχαρίστηση
- Συγχωνεύθηκαν οι εταιρείες; A! δεν το καλακούω αυτό. Θα μας απολύσουν.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλακούω
|