καλακούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλακούω < καλ- + ακούω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.laˈku.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

καλακούω

  1. σε αρνητική πρόταση: (δεν) ακούω καλά
    μίλα πιο δυνατά, γιατί δεν καλακούω
     συνώνυμα: βαριακούω
  2. ακούω κάτι με θετική διάθεση, με ευχαρίστηση
    Συγχωνεύθηκαν οι εταιρείες; A! δεν το καλακούω αυτό. Θα μας απολύσουν.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]