καλαμήθρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαμήθρα < καλαμ(ίθρα) + -ήθρα < αρχαία ελληνική καλαμίνθη / καλάμινθος < κάλαμος + μίνθα / μίνθη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαμήθρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτό
|