καλαμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλαμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλαμίνη θηλυκό
- φυσικό υδρογονούχο άλας πυριτικού οξέως του ψευδαργύρου
- το ορυκτό του ψευδαργύρου, από ανθρακικό και άλλα άλατα
- υπόλοιπο καύσης καυσίμου που αποτίθεται και βρομίζει τους κυλίνδρους ενός κινητήρα