καλαμοσάκχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαμοσάκχαρο < καλάμ(ι) + -ο- + σάκχαρο(ν)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαμοσάκχαρο ουδέτερο
- ζάχαρη που παράγεται με επεξεργασία του σακχαροκάλαμου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλαμοσάκχαρο
|