καλαμποκέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαμποκέλαιο < καλαμπόκ(ι) + -έλαιο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.lam.boˈce.le.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐μπο‐κέ‐λαι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαμποκέλαιο ουδέτερο