καλαντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαντιστής αρσενικό (θηλυκό καλαντίστρια)
- αυτός που λέει τα κάλαντα
- Και επειδή το σκοπούμενο δεν είναι να λάβει ο καλαντιστής το δώρο του αλλά να διδαχθεί ο κάθε «αφέντης» να το προσφέρει ανοιχτόκαρδα και ανοιχτοχέρικα («εμείς εδώ δεν ήρθαμε λεφτά για να μας δώσεις, / είναι ντροπή να φύγουμε χωρίς να μας πληρώσεις», τραγουδούσαν προσφυώς οι Επτανήσιοι), ακουγόταν κάποτε αυστηρότατος ο «έπαινος» του «τσιγκούνη αφέντη». (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλαντιστής
|