καλαπόδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαπόδι τα καλαπόδια
      γενική του καλαποδιού των καλαποδιών
    αιτιατική το καλαπόδι τα καλαπόδια
     κλητική καλαπόδι καλαπόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καλαπόδια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαπόδι < μεσαιωνική ελληνική καλαπόδιν < ελληνιστική κοινή καλαπόδιον < αρχαία ελληνική καλάπους < κᾶλον + πούς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.laˈpo.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλαπόδι ουδέτερο

  1. ξύλινο ομοίωμα ολόκληρου του κάτω άκρου του ποδιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών ή τοποθετείται μέσα σε παπούτσι για να διατηρεί τη φόρμα του
  2. ξύλινο, συνήθως, ομοίωμα του μπροστινού τμήματος του ποδιού που χρησιμεύει για τη συντήρηση του παπουτσιού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]