καλαπόδι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλαπόδι | τα | καλαπόδια |
γενική | του | καλαποδιού | των | καλαποδιών |
αιτιατική | το | καλαπόδι | τα | καλαπόδια |
κλητική | καλαπόδι | καλαπόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλαπόδι < μεσαιωνική ελληνική καλαπόδιν < ελληνιστική κοινή καλαπόδιον < αρχαία ελληνική καλάπους < κᾶλον + πούς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.laˈpo.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λα‐πό‐δι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλαπόδι ουδέτερο
- ξύλινο ομοίωμα ολόκληρου του κάτω άκρου του ποδιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών ή τοποθετείται μέσα σε παπούτσι για να διατηρεί τη φόρμα του
- ※ Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
- ξύλινο, συνήθως, ομοίωμα του μπροστινού τμήματος του ποδιού που χρησιμεύει για τη συντήρηση του παπουτσιού
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)