καλαφατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαφατίζω < μεσαιωνική ελληνική καλαφατίζω < καλαφάτης + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλαφατίζω

  1. σφραγίζω τις σχισμές/ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
     συνώνυμα: παλαμίζω, πισσώνω
  2. (χυδαίο) συνουσιάζομαι, γαμώ (για τον άντρα)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]