καλειδοσκόπιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλειδοσκόπιον: (μαρτυρείται από το 1851). [1] → και δείτε τη λέξη καλειδοσκόπιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλειδοσκόπιον θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 509, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου