καλεντούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλεντούλα < νεολατινική calendula < λατινική kalendae
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλεντούλα θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του καλέντουλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλένδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλεντούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)