καλεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλεσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλώ
Μετοχή
[επεξεργασία]καλεσμένος
- που τον έχουν καλέσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλεσμένος αρσενικό
- επισκέπτης σε σπίτι ή παρευρισκόμενος σε εκπομπή που έχει έρθει μετά από προσωπική ή ανοιχτή πρόσκληση