καληνυχτάκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καληνυχτάκιας | οι | καληνυχτάκηδες |
γενική | του | καληνυχτάκια | των | καληνυχτάκηδων |
αιτιατική | τον | καληνυχτάκια | τους | καληνυχτάκηδες |
κλητική | καληνυχτάκια | καληνυχτάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καληνυχτάκιας αρσενικό
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) άνδρας που λέει «καληνύχτα», αφού συνοδέψει κάποια γυναίκα στο σπίτι της, αντί να κάνει κάποια ερωτική πρόταση ή κίνηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καληνυχτάκιας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άκιας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)