καλιομαγνήσιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλιομαγνήσιο τα καλιομαγνήσια
      γενική του καλιομαγνήσιου
καλιομαγνησίου
των καλιομαγνήσιων
καλιομαγνησίων
    αιτιατική το καλιομαγνήσιο τα καλιομαγνήσια
     κλητική καλιομαγνήσιο καλιομαγνήσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλιομαγνήσιο < κάλιο + μαγνήσιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλιομαγνήσιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]