καλκάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλκάνι | τα | καλκάνια |
γενική | του | καλκανιού | των | καλκανιών |
αιτιατική | το | καλκάνι | τα | καλκάνια |
κλητική | καλκάνι | καλκάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλκάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλκάνι < τουρκική kalkan [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kalˈka.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐κά‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλκάνι ουδέτερο
- είδος ψαριού (Scophthalmus maximus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) με πεπλατυσμένο ρομβοειδές σώμα και τριγωνικά πτερύγια
- ※ Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
- Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books
- ≈ συνώνυμα: ιππόγλωσσος, συάκι, χωματίδα, ψήσσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※ Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
- το επάνω κυρτό μέρος της πρύμνης ενός πλοίου, συνήθως διακοσμημένο, η κορώνη
- (αρχιτεκτονική) η τριγωνική απόληξη μιας στέγης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καλκάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] είδος ψαριού
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καλκάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)