καλλιέργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλιέργημα ουδέτερο
- (βιολογία) το αποτέλεσμα της καλλιέργειας μικροβίων, αποικία βακτηρίων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλιέργημα
|