καλλιλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλιλογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλιλογία[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καλλι- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.li.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλιλογία θηλυκό
- η καλλιέπεια, ο όμορφα φροντισμένος λόγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλιλογία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καλλιλογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα καλλι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)