καλλυντήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλλυντήριο τα καλλυντήρια
      γενική του καλλυντηρίου
καλλυντήριου
των καλλυντηρίων
    αιτιατική το καλλυντήριο τα καλλυντήρια
     κλητική καλλυντήριο καλλυντήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλλυντήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλλυντήριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.linˈdi.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐λυ‐ντή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλλυντήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .