καλλωπιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλωπιστής < αρχαία ελληνική καλλωπιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλλωπιστής αρσενικό (θηλυκό: καλλωπίστρια)
- αυτός που καλλωπίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλωπιστής