καλογυαλισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλογυαλισμένος (μετοχή χωρίς ρήμα) < καλο- + γυαλισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γυαλίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
καλογυαλισμένος, -η, -ο
- γυαλισμένος πολύ καλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλογυαλισμένος
|