καλοδουλεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοδουλεμένος < καλοδουλεύω / αναλύεται σε καλο- + δουλεμένος + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοδουλεμένος
- κάτι που έχει τύχει καλής επεξεργασίας, που έχει δουλευτεί με καλό, με σωστό τρόπο
- Στην τάφρο 2 και σχεδόν σε όλο το βόρειο μισό τμήμα της αποκαλύφθηκαν λίθοι, που βρίσκονται κατά χώραν και των οποίων το ανατολικό όριο ορίζει καλοδουλεμένος τοίχος με κατεύθυνση Β. -Ν. (Αρχαιολογικό Δελτίον. τόμος 53, μέρος 2, τεύχος 3, σελ. 875)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοδουλεμένος
|