καλοδουλεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοδουλεμένος η καλοδουλεμένη το καλοδουλεμένο
      γενική του καλοδουλεμένου της καλοδουλεμένης του καλοδουλεμένου
    αιτιατική τον καλοδουλεμένο την καλοδουλεμένη το καλοδουλεμένο
     κλητική καλοδουλεμένε καλοδουλεμένη καλοδουλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοδουλεμένοι οι καλοδουλεμένες τα καλοδουλεμένα
      γενική των καλοδουλεμένων των καλοδουλεμένων των καλοδουλεμένων
    αιτιατική τους καλοδουλεμένους τις καλοδουλεμένες τα καλοδουλεμένα
     κλητική καλοδουλεμένοι καλοδουλεμένες καλοδουλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοδουλεμένος < καλοδουλεύω / αναλύεται σε καλο- + δουλεμένος + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Μετοχή[επεξεργασία]

καλοδουλεμένος

  • κάτι που έχει τύχει καλής επεξεργασίας, που έχει δουλευτεί με καλό, με σωστό τρόπο
    Στην τάφρο 2 και σχεδόν σε όλο το βόρειο μισό τμήμα της αποκαλύφθηκαν λίθοι, που βρίσκονται κατά χώραν και των οποίων το ανατολικό όριο ορίζει καλοδουλεμένος τοίχος με κατεύθυνση Β. -Ν. (Αρχαιολογικό Δελτίον. τόμος 53, μέρος 2, τεύχος 3, σελ. 875)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]