καλοεξετάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοεξετάζω < καλο- + εξετάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.lo.e.kseˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐ε‐ξε‐τά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλοεξετάζω, αόρ.: καλοεξέτασα, παθ.φωνή: καλοεξετάζομαι, π.αόρ.: καλοεξετάστηκα, μτχ.π.π.: καλοεξετασμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]