καλοζυγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοζυγίζω < καλο- + ζυγίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

καλοζυγίζω (παθητική φωνή: καλοζυγίζομαι)

  1. ζυγίζω με πιστότητα και ακρίβεια
     αντώνυμα: αλαφροζυγίζω, λειψοζυγίζω
  2. (μεταφορικά) εξετάζω καλά τα δεδομένα και τα σταθμίζω ανάλογα
     συνώνυμα: καλοεξετάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]