Μετάβαση στο περιεχόμενο

καλοκάγαθος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοκάγαθος η καλοκάγαθη το καλοκάγαθο
      γενική του καλοκάγαθου της καλοκάγαθης του καλοκάγαθου
    αιτιατική τον καλοκάγαθο την καλοκάγαθη το καλοκάγαθο
     κλητική καλοκάγαθε καλοκάγαθη καλοκάγαθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοκάγαθοι οι καλοκάγαθες τα καλοκάγαθα
      γενική των καλοκάγαθων των καλοκάγαθων των καλοκάγαθων
    αιτιατική τους καλοκάγαθους τις καλοκάγαθες τα καλοκάγαθα
     κλητική καλοκάγαθοι καλοκάγαθες καλοκάγαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοκάγαθος < αρχαία ελληνική καλοκἄγαθος (σπάνια γραπτή μορφή του: καλοκἀγαθός) < καλός κἀγαθός < καλός και ἀγαθός

Επίθετο

[επεξεργασία]

καλοκάγαθος, -η, -ο

  • αγαθός και καλός
      Ο καλοκάγαθος, όταν πράττη, δὲν ἐξετάζει ἐκεῖνο ὁπού θέλει ἡ κλίσις, ἢ ἡ ὄρεξίς των, ἀλλ ̓ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶναι καλὸν ἢ τίμιον (Χειραγωγία εἰς την καλοκἀγαθίαν ἠτοι ἐγχειρίδιον εἰς ἀνάγνωσιν τοῖς σπουδαζουσι νεανίσκοις των Ῥὠμαιων καὶ Βλάχων δαπάναις Δημητρίου Νικολάου Δαρβαρέως, 1791, σελ. 26)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]