καλοκαρδιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοκαρδιστικός < καλοκαρδίζω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καλοκαρδιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον καλόκαρδο και την συμπεριφορά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καλόκαρδος, καλός και καρδιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοκαρδιστικός
|