καλομεταχειρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλομεταχειρίζομαι < καλο- + μεταχειρίζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
καλομεταχειρίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- μεταχειρίζομαι καλά, συμπεριφέρομαι με ευγένεια και καλοσύνη
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλομεταχειρίζομαι | καλομεταχειριζόμουν(α) | θα καλομεταχειρίζομαι | να καλομεταχειρίζομαι | ||
β' ενικ. | καλομεταχειρίζεσαι | καλομεταχειριζόσουν(α) | θα καλομεταχειρίζεσαι | να καλομεταχειρίζεσαι | (καλομεταχειρίζου) | |
γ' ενικ. | καλομεταχειρίζεται | καλομεταχειριζόταν(ε) | θα καλομεταχειρίζεται | να καλομεταχειρίζεται | ||
α' πληθ. | καλομεταχειριζόμαστε | καλομεταχειριζόμαστε καλομεταχειριζόμασταν |
θα καλομεταχειριζόμαστε | να καλομεταχειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | καλομεταχειρίζεστε | καλομεταχειριζόσαστε καλομεταχειριζόσασταν |
θα καλομεταχειρίζεστε | να καλομεταχειρίζεστε | (καλομεταχειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | καλομεταχειρίζονται | καλομεταχειρίζονταν καλομεταχειριζόντουσαν |
θα καλομεταχειρίζονται | να καλομεταχειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλομεταχειρίστηκα | θα καλομεταχειριστώ | να καλομεταχειριστώ | καλομεταχειριστεί | ||
β' ενικ. | καλομεταχειρίστηκες | θα καλομεταχειριστείς | να καλομεταχειριστείς | καλομεταχειρίσου | ||
γ' ενικ. | καλομεταχειρίστηκε | θα καλομεταχειριστεί | να καλομεταχειριστεί | |||
α' πληθ. | καλομεταχειριστήκαμε | θα καλομεταχειριστούμε | να καλομεταχειριστούμε | |||
β' πληθ. | καλομεταχειριστήκατε | θα καλομεταχειριστείτε | να καλομεταχειριστείτε | καλομεταχειριστείτε | ||
γ' πληθ. | καλομεταχειρίστηκαν καλομεταχειριστήκαν(ε) |
θα καλομεταχειριστούν(ε) | να καλομεταχειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλομεταχειριστεί | είχα καλομεταχειριστεί | θα έχω καλομεταχειριστεί | να έχω καλομεταχειριστεί | καλομεταχειρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις καλομεταχειριστεί | είχες καλομεταχειριστεί | θα έχεις καλομεταχειριστεί | να έχεις καλομεταχειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλομεταχειριστεί | είχε καλομεταχειριστεί | θα έχει καλομεταχειριστεί | να έχει καλομεταχειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλομεταχειριστεί | είχαμε καλομεταχειριστεί | θα έχουμε καλομεταχειριστεί | να έχουμε καλομεταχειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλομεταχειριστεί | είχατε καλομεταχειριστεί | θα έχετε καλομεταχειριστεί | να έχετε καλομεταχειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλομεταχειριστεί | είχαν καλομεταχειριστεί | θα έχουν καλομεταχειριστεί | να έχουν καλομεταχειριστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλομεταχειρίζομαι
|