καλοπιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοπιστία < καλόπιστος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλοπιστία θηλυκό
- το να είναι κάποιος καλόπιστος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλόπιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοπιστία
|