καλοπλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοπλυμένος
- για ρούχο που είναι πλυμένο καλά
- Ο λεκές είναι ακόμα εκεί που ήτανε. Σαν να μην είναι καλοπλυμένα τα ρούχα.
- για άνθρωπο που είναι καλά πλυμένος
- Στο γιατρό πρέπει να πας καλοπλυμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοπλυμένος
|