καλοστέριωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καλοστέριωτος
- ως ευχή, προκειμένου να εδραιωθεί κάποιος και να ευδοκιμήσει σε κάποιον τομέα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοστέριωτος
|