καλοσχεδιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοσχεδιασμένος < καλο- + σχεδιασμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοσχεδιασμένος, -η, -ο
- που έχει σχεδιαστεί καλά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοσχεδιασμένος
|