Μετάβαση στο περιεχόμενο

καλοταΐζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλοταΐζω < καλο- + ταΐζω

καλοταΐζω (παθητική φωνή: καλοταΐζομαι)

  1. ταΐζω κάποιον καλά, του δίνω άφθονη κι (ενδεχομένως) εκλεκτή τροφή
  2. μεγαλώνω κάποιον χωρίς να στερηθεί κάτι, παρέχοντάς του και του πουλιού το γάλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]