καλουπιτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλουπιτζής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλουπιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που καλουπώνει με ξυλεία κυρίως για να πέσουν έπειτα τα μπετά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλουπιτζής