καλοφορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοφορώ < μεσαιωνική ελληνική καλοφορῶ < καλο- + φορῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
καλοφορώ[1]
- (σπάνιο) φορώ τα επίσημα ή τα καλά μου ρούχα
- χρησιμοποιείται προκειμένου να ευχηθούμε σε κάποιον να φορέσει τα καινούργια του ενδύματα ή υποδήματα με γεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καλοφορεμένος
- καλοφόρετος
- → δείτε τις λέξεις καλός, φορώ και φέρω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοφορώ | καλοφορούσα | θα καλοφορώ | να καλοφορώ | καλοφορώντας | |
β' ενικ. | καλοφορείς | καλοφορούσες | θα καλοφορείς | να καλοφορείς | (καλοφόρει) | |
γ' ενικ. | καλοφορεί | καλοφορούσε | θα καλοφορεί | να καλοφορεί | ||
α' πληθ. | καλοφορούμε | καλοφορούσαμε | θα καλοφορούμε | να καλοφορούμε | ||
β' πληθ. | καλοφορείτε | καλοφορούσατε | θα καλοφορείτε | να καλοφορείτε | καλοφορείτε | |
γ' πληθ. | καλοφορούν(ε) | καλοφορούσαν(ε) | θα καλοφορούν(ε) | να καλοφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοφόρεσα | θα καλοφορέσω | να καλοφορέσω | καλοφορέσει | ||
β' ενικ. | καλοφόρεσες | θα καλοφορέσεις | να καλοφορέσεις | καλοφόρεσε | ||
γ' ενικ. | καλοφόρεσε | θα καλοφορέσει | να καλοφορέσει | |||
α' πληθ. | καλοφορέσαμε | θα καλοφορέσουμε | να καλοφορέσουμε | |||
β' πληθ. | καλοφορέσατε | θα καλοφορέσετε | να καλοφορέσετε | καλοφορέστε | ||
γ' πληθ. | καλοφόρεσαν καλοφορέσαν(ε) |
θα καλοφορέσουν(ε) | να καλοφορέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοφορέσει | είχα καλοφορέσει | θα έχω καλοφορέσει | να έχω καλοφορέσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοφορέσει | είχες καλοφορέσει | θα έχεις καλοφορέσει | να έχεις καλοφορέσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλοφορέσει | είχε καλοφορέσει | θα έχει καλοφορέσει | να έχει καλοφορέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοφορέσει | είχαμε καλοφορέσει | θα έχουμε καλοφορέσει | να έχουμε καλοφορέσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοφορέσει | είχατε καλοφορέσει | θα έχετε καλοφορέσει | να έχετε καλοφορέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοφορέσει | είχαν καλοφορέσει | θα έχουν καλοφορέσει | να έχουν καλοφορέσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοφορώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καλοφορώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)